Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυΐτης — ὁ (Α) [θυίον] αιθιοπικός λίθος … Dictionary of Greek
θυίτης — θυί̱της , θυίτης an Ethiopian stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυίτου — θυί̱του , θυίτης an Ethiopian stone masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)